Το Child in Time κυκλοφόρησε το 1970, απο την Hard Rock μπάντα Deep Purple, με το δίσκο “Deep Purple in Rock“.
Στις 16 Ιουνίου του 1969, οι Deep Purple μαζεύτηκαν για πρόβες στο “Hanwell Community Center”, ένα σχολείο του 19ου αιώνα, το οποίο χρησιμοποιούσαν νέα συγκροτήματα, για πρόβες, νοικιάζοντας δωμάτια. Κατά τη χρονική περίοδο που οι Deep Purple έκαναν πρόβες στο “Hanwell Community Center” ένα άλλο συγκρότημα που έκανε πρόβες εκεί ήταν οι “Spice”, οι οποίοι μετά από τρεις μήνες μετονομάστηκαν σε Uriah Heep. Στις 15 Ιουλίου, ο Τζον Λορντ, εντυπωσιασμένος από ένα τραγούδι του συγκροτήματος “It’s A Beautiful Day”, που λεγόταν “Bombay Calling“, άρχισε να αυτοσχεδιάζει, και καθώς μπήκαν και τα υπόλοιπα όργανα, βγήκε η βάση για αυτό που θα αποτελούσε το “Child in Time“.
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι επηρεασμένοι από τον Ψυχρό πόλεμο αν και παρ’ όλη τη μεγάλη διάρκεια του τραγουδιού, η οποία ξεπερνάει τα δέκα λεπτά, το στιχουργικό κομμάτι διαρκεί λιγότερο αναλογικά με την υπόλοιπη δισκογραφία του συγκροτήματος και ο λόγος είναι το πολύ ήρεμο σόλο πλήκτρων που έχει για εισαγωγή και το μεγάλο σόλο κιθάρας στο μέσο του κομματιού.
Το “Child in Time” ήταν το κομμάτι που έκανε τον τραγουδιστή του συγκροτήματος Ίαν Γκίλαν να ξεχωρίσει αφού είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό κομμάτι το οποίο ξεκινάει πολύ ήρεμα για να φτάσει στην κορύφωση με τα φωνητικά σε πολύ ψηλές κλίμακες.
Εδώ σας παρουσιάζουμε 4 εκτελέσεις του Child in Time σε ένα μοναδικό Crash Test και περιμένουμε την ψηφοφορία σας.
Οι Deep Purple ξεκίνησαν το 1968, με τον Ρίτσι Μπλάκμορ (κιθάρα), τον Τζον Λορντ (πλήκτρα), τον Ίαν Πέις (τύμπανα), τον Ροντ Έβανς (φωνητικά) και τον Νικ Σίμπερ (μπάσο). Η αρχική τους ονομασία ήταν “Roundabout” και μετονομάστηκαν σε “Deep Purple” από το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του Ρίτσι Μπλάκμορ. Η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία ήρθε με τη διασκευή στο κλασικό “Hush” του Τζο Σάουθ, το οποίο ανέβηκε στο # 4 των αμερικανικών τσαρτς.
Το καλοκαίρι του 1969, η τριάδα των Μπλάκμορ, Λορντ και Πέις αποφάσισε την αλλαγή των Έβανς και Σίμπερ με τους Ίαν Γκίλαν στα φωνητικά και Ρότζερ Γκλόβερ στο μπάσο, μέλη των Episode Six, λόγω της υψηλότερης έντασης που ήθελαν στα φωνητικά του συγκροτήματος, χαρακτηριστικό στοιχείο της φωνής του Ίαν Γκίλαν.
Πρώτη κυκλοφορία του ανανεωμένου συγκροτήματος ήταν το σινγκλ “Hallelujah“, ενώ τον Δεκέμβριο του 1969, κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ “Concerto for Group and Orchestra“. Η εν λόγω ηχογράφηση έγινε στο Royal Albert Hall του Λονδίνου στις 24 Σεπτεμβρίου 1969, σε συνεργασία με τη συμφωνική ορχήστρα του Λονδίνου και οδήγησε το συγκρότημα σε μία αρχική επιτυχία στα βρετανικά τσαρτ φτάνοντας στο # 26. Οι Deep Purple βρισκόταν συνεχώς σε περιοδεία και στα όποια διαλείμματα έβρισκαν, γυρνούσαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το νέο τους δίσκο.
Μία πολύ μεγάλη περιοδεία ξεκίνησε, κατά το ιαπωνικό κομμάτι της οποίας ηχογραφήθηκε το ιστορικό ζωντανό διπλό άλμπουμ “Made in Japan” (# 16 στη Μεγάλη Βρετανία, # 1 στη Γερμανία και # 6 στις Η.Π.Α.), ένα από τα καλύτερα ζωντανά άλμπουμ όλων των εποχών.Οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Οσάκα και το Τόκιο, στις 15, 16 και 17 Αυγούστου του 1972 και αρχικά, οι Deep Purple είχαν δεχθεί να κυκλοφορήσει ο δίσκος μόνο στην Ιαπωνία, με τίτλο “Live in Japan“. Η εμπορική επιτυχία που παρουσίασε αλλά και ο μεγάλος αριθμός εισαγόμενων αντιτύπων από την Ιαπωνία προς την Ευρώπη και την Αμερική, ανάγκασε το συγκρότημα να κυκλοφορήσει τον δίσκο σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα να γίνει πλατινένιος στις Ηνωμένες Πολιτείες και να βραβευθεί σε πολλές χώρες του κόσμου.
Τον Δεκέμβριο του 1974, κυκλοφόρησε το τελευταίο άλμπουμ πριν την αποχώρηση του Ρίτσι Μπλάκμορ με τίτλο “Stormbringer” (# 6 στη Βρετανία, # 20 στις Η.Π.Α.) με τα “Soldier of Fortune“, “Hold On” και “Stormbringer” να ξεχωρίζουν. Η συνεχής προσθήκη τζαζ και φανκ στοιχείων στον ήχο τους, αλλά και ο εθισμός των Χιούζ και Κόβερντεϊλ στα ναρκωτικά, οδήγησαν τον Απρίλιο του 1975 το ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος, Ρίτσι Μπλάκμορ να αποχωρήσει και να δημιουργήσει το δικό του συγκρότημα με το όνομα Ritchie Blackmore’s Rainbow. Αντικαταστάτης του ήταν ο Τόμι Μπόλιν, ο οποίος πριν ενταχθεί στους Deep Purple έπαιζε με τους Zephyr και τους James Gang.
Τον Απρίλιο του 1984, το θρυλικό χαρντ ροκ συγκρότημα επανενώθηκε στην πιο επιτυχημένη του μορφή, με την σύνθεση των Μπλάκμορ, Γκίλαν, Γκλόβερ, Λορντ και Πέις, κυκλοφορώντας το πλατινένιο “Perfect Strangers” (# 5 στη Βρετανία, # 17 στις Η.Π.Α.). Μετά από τρεις συναυλίες στο Περθ της Αυστραλίας κατά τις οποίες εμφανίστηκε μαζί τους και ο Τζωρτζ Χάρισον, πρώην κιθαρίστας των Beatles, ξεκίνησε η περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, κατά την οποία οι Deep Purple έπαιξαν σε μεγάλα στάδια μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς, φθάνοντας να είναι το δεύτερο πιο επιτυχημένο συγκρότημα σε έσοδα συναυλιών για το 1985, μετά τον Μπρους Σπρίνγκστιν.
Οι Deep Purple, χρωστάνε το όνομά τους στον πιανίστα Peter De Rose και πιο συγκεκριμένα, στην ομώνυμη μεγάλη jazz επιτυχία του, που τύγχανε να είναι και το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του Ρίτσι Μπλάκμορ.
“When the deep purple falls
over sleepy garden walls
And the stars begin to twinkle in the sky
In the mist of a memory
you wander back to me
Breathing my name with a sigh…“