Ένα βράδυ, ο Μ. Πλέσσας είχε επισκεφθεί τον Λ. Παπαδόπουλο στο σπίτι του, όταν ο δεύτερος δέχθηκε τηλεφώνημα από την εφημερίδα «Τα Νέα» στην οποία εργαζόταν από τότε ως δημοσιογράφος. Περιμένοντάς τον, ο Μίμης Πλέσσας χάζευε κάποια χαρτιά απλωμένα στο γραφείο του. «Αρχισα να διαβάζω κι ένιωσα να με πλημμυρίζει μια ανείπωτη τρυφεράδα. Τα γραπτά του Λευτέρη περιέγραφαν τα εφηβικά μου χρόνια στην Κατοχή. Μάζεψα όσα βρήκα εκεί μπροστά μου – ήταν δώδεκα», αναφέρει ο συνθέτης. Με τα τραγούδια ανά χείρας, ο Μ. Πλέσσας ζήτησε από τον Λ. Παπαδόπουλο την άδεια να τα μελοποιήσει. Ο στιχουργός τού τα έδωσε απρόθυμα. Δεν πίστευε ότι μπορούσαν να γίνουν τραγούδια, αφού μόνο ένα από αυτά είχε την παραδοσιακή μορφή «κουπλέ – ρεφρέν».
Δύο μέρες μετά ο Μίμης Πλέσσας τα είχε συνθέσει όλα (και τα δώδεκα). Οι δύο δημιουργοί παρουσιάζουν τα τραγούδια στον τότε διευθυντή της ΛΥΡΑ Αλέκο Πατσιφά, ο οποίος δίνει και τον τίτλο στο έργο: «Ο Δρόμος». Η προετοιμασία του δίσκου συνεχίζεται με τους ίδιους αστραπιαίους ρυθμούς:
Η ηχογράφηση της ορχήστρας στα στούντιο της «Κολούμπια» κρατάει μόνο δέκα ώρες. «Λες και οι μουσικοί που ήρθαν για να παίξουν ήξεραν από πριν το έργο!», σημειώνει ο Μ. Πλέσσας. Δύο μέρες μετά, έρχονται οι τραγουδιστές (Γιάννης Πουλόπουλος, Ρένα Κουμιώτη και Πόπη Αστεριάδη) και ηχογραφούν «μια κι έξω» τα τραγούδια.
Μπουζούκι έπαιξε ο Στέλιος Ζαφειρίου και την ηχογράφηση έκανε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος. Το μοναδικό εξώφυλλο είναι έργο του Σπύρου Βασιλείου. Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές οι πωλήσεις του δίσκου έχουν ξεπεράσει μέχρι σήμερα το ένα εκατομμύριο. Τον τελευταίο καιρό βέβαια διάβασα διάφορα δημοσιεύματα, που αναφέρουν πως ο «Δρόμος» έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα τρία ή τρισήμιση εκατομμύρια δίσκους και χωρίς να έχω καμία διάθεση να αμφισβητήσω αυτά τα νούμερα, δεν ξέρω από πού προκύπτουν και πώς έγινε τέτοια ραγδαία αύξηση πωλήσεων. Τα νούμερα βεβαίως έχουν ελάχιστη σημασία μπροστά στην καλλιτεχνική αξία και τη διαχρονικότητα του έργου.
Γέλαγε η Μαρία. |
|
Πουλόπουλος ΓιάννηςΜουσική/Στίχοι: Πλέσσας Μίμης/Παπαδόπουλος Λευτέρης |
Από: Το Σκρίπτο του Νέου Κιθαρωδού
|
Η πλατεία Βικτωρίας λεγόταν άλλοτε πλατεία Κυριακού. Δεν είχε, τότε, μεγάλα σπίτια και κοσμικά ζαχαροπλαστεία με ομπρέλες. Είχε μόνο παιδιά. Πολλά παιδιά. Που παίζανε μπάλα με πάνινα τόπια στο χωματόδρομο της Αριστοτέλους, που άνοιγαν τα κεφάλια τους σε πετροπόλεμους στην οδό Φυλής.
Κοκκαλιάρικα, πολλά ξυπόλητα, με μια χαρακιά πίκρας ανάμεσα στα μάτια, τα παιδιά της πλατείας Κυριακού, είχανε μιλήσει με το θάνατο, γι’αυτό κι αγαπούσανε πολύ τη ζωή. Στο κτίριο του Β’ Γυμνασίου Αρρένων, στη Χέυδεν, ήσαν Γερμανοί. Πιο κάτω, στην Αλκιβιάδου, Ιταλοί. Στη Φερρών, στη Φιλιππίδου και στη Φωκαίας, στην Αινιάνος, ως πέρα στη Στουρνάρα, υπόγεια, πούλαγαν ένα φτηνό, αποτρόπαιο έρωτα. Και σε κάθε γωνιά, μπροστά σε καφενεία και σε μπιλιάρδα, αγόρια 7-14 ετών, με λούπινα, με παστέλια, με μια οκά χαρούπια. Και δίπλα στη σκιά του στρατού κατοχής, στη σκόνη του δρόμου, στην κάψα του μεσημεριού, στην παγωνιά του βοριά και της πείνας, πλάι στα υπόγεια του άθλιου έρωτα, βλάσταινε κι άνθιζε ολοένα, χωρίς τίποτα μέσα σ’αυτά τα μαύρα χρόνια να μπορεί να το εμποδίσει, το ωραιότερο το πιο αγνό λουλούδι της αγάπης.
