“Μακάρι να ΄μασταν πάντα παιδιά, δεν ξέρω πως να μεγαλώσω”
Μελετώντας την πορεία της ζωής της και αποκωδικοποιώντας την με το Μοντέλο Tri – Anthropo – Type Paschalidis αναγνωρίζουμε ότι ήταν μια ρομαντική και ευαίσθητη γυναίκα η οποία μέχρι την πρώιμη εφηβεία της διατήρησε την εξωστρέφειά της εκδηλώνοντας παιχνιδιάρικη διάθεση στην επικοινωνία της με τους ανθρώπους, αλλά στη συνέχεια άρχισε σιγά σιγά να αποσύρεται τόσο μέσα στα μονοπάτια του μυαλού της, όσο και μέσα στο σπίτι της. Τη ζωή και τους ανθρώπους τους αντιμετώπιζε με συστολή και με φοβία και γι΄ αυτό προτιμούσε να επικοινωνεί κυρίως μέσω αλληλογραφίας, επειδή έτσι αισθανόταν ότι δεν κινδυνεύει από οποιαδήποτε αντιπαράθεση, διαφωνία ή επίθεση.
Είχε χτίσει έναν δικό της κόσμο μέσα στο μυαλό της και ζούσε μέσα σε αυτόν και, ενώ διατηρούσε επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα, για να νιώθει ασφαλής, φιλτράριζε τα πάντα πριν τους επιτρέψει την είσοδο στον δικό της κόσμο. Βίωνε δύο παράλληλες πραγματικότητες, την εξωτερική που βίωναν και οι υπόλοιποι και τη δική της, την αποστειρωμένη, τη ρομαντική, έως ότου αποσυρθεί ολοκληρωτικά σε αυτή.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Η Έμιλυ Ντίκινσον γεννήθηκε στο Amherst της Μασαχουσέτης το 1830 και θεωρείται από τις πιο αναγνωρισμένες και αντιπροσωπευτικές Αμερικανίδες ποιήτριες του 19ου αιώνα. Από μικρή ήταν ένα σοβαρό, καλοαναθρεμμένο κορίτσι, με αγάπη για τη μουσική και ιδιαίτερη κλίση στο πιάνο. Το 1840 άρχισε να φοιτά μαζί με την αδελφή της στην Amherst Academy, όπου διδάχθηκε αγγλικά και κλασική λογοτεχνία, λατινικά, γεωλογία, βοτανολογία, ιστορία, φιλοσοφία και μαθηματικά. Η Έμιλυ αγαπούσε το σχολείο και ο διευθυντής της την χαρακτήριζε ως πανέξυπνη, μεθοδική, επιμελή, και μαθήτρια με υποδειγματική συμπεριφορά.
Σαν έφηβη περιγράφεται ντροπαλή και νευρική, ένα κορίτσι που προτιμά τη μοναξιά από την κοινωνικότητα, τις μικρές ομάδες ανθρώπων από τις μεγάλες, τους στενούς δεσμούς με τα μέλη της οικογένειας και τη στενή φιλία με λίγα και διαλεχτά άτομα, που όσο μεγάλωνε ολοένα περιορίζονταν. Μπορούσε να συζητά για σοβαρά θέματα, όπως η πολιτική και ο πόλεμος, έχοντας όμως ταυτόχρονα και μια παιχνιδιάρικη, παιδιάστικη φύση, αφού έκανε αστεία στους άλλους και αυτοσαρκαζόταν.
Στα δεκαοχτώ της γνώρισε έναν οικογενειακό φίλο, το νεαρό δικηγόρο Benjamin Franklin Newton. Η σχέση τους ήταν καθαρά πλατωνική με εκείνη να τον θεωρεί δάσκαλό της. Η γνωριμία αυτή τη σημάδεψε. Ο Νιούτον της χάρισε βιβλία ποίησης και της άνοιξε νέους ορίζοντες στη λογοτεχνία. Δυστυχώς όμως, λίγο καιρό αργότερα θα πεθάνει, αφήνοντας την Έμιλυ λυπημένη, καθώς είχε βρει στο πρόσωπό του ένα άτομο με κοινά ενδιαφέροντα, που πίστευε σε αυτήν και στις δυνατότητές της. Το 1850 τη σημάδεψε άλλος ένας ξαφνικός θάνατος, του νεαρού διευθυντή της Amherst Academy. Την περίοδο εκείνη σε γράμμα στα ξαδέλφια της αναφέρει πως έχει πέσει σε κατάθλιψη.
Ο πιο ισχυρός δεσμός που είχε η Έμιλυ ήταν με τη νύφη της, Susan Gilbert, με την οποία είχαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα, όπως η μαγειρική, η κηπουρική και η λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της φιλίας τους, που κράτησε μέχρι τον θάνατο της Έμιλυ, θα στείλει στη Σούζαν πάνω από 300 γράμματα, περισσότερα από ό,τι έστειλε σε οποιονδήποτε άλλο, παρόλο που τα σπίτια τους ήταν διπλανά. Η Έμιλυ είχε μεγάλη ανάγκη από τη στοργή, την αφοσίωση και τη φιλία της Σούζαν, καθώς ήταν έντονη η ανάγκη της να νιώσει ασφάλεια και σιγουριά για την αγάπη των συγγενών και των φίλων της. Η γυναίκα Β Τύπου όταν δε λαμβάνει την απόκριση που περιμένει, νιώθει προδομένη και εγκαταλελειμμένη, αλλά ακόμα κι αν αισθανθεί προς στιγμήν σιγουριά, εμφανίζεται πάντα μια οδυνηρή αμφιβολία για το αν η αγάπη αυτή θα αντέξει και στο μέλλον. Μπερδεμένη από τα έντονα συναισθήματά της, νιώθει ευάλωτη και εύθραυστη κάτι που την οδηγεί να δημιουργεί σχέσης εξάρτησης. Όταν ο αδελφός της με την Σούζαν απόκτησαν παιδιά, η Ντίκινσον ενθουσιάστηκε και αφοσιώθηκε σε αυτά σαν να ήταν δικά της, έχοντας ειδικά τεράστια αδυναμία στον μικρότερο γιο τους, τον Γκίλμπερτ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850, η Έμιλυ γνώρισε τον Samuel Bowles, ιδιοκτήτη και εκδότη μιας εφημερίδας, στον οποίο έστειλε επίσης δεκάδες γράμματα και αρκετά ποιήματα, δύο από τα οποία τα δημοσίευσε αφού τα άλλαξε αρκετά, με την ίδια να το αγνοεί. Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1860 η Έμιλυ είχε ήδη απομονωθεί αρκετά, κάτι που της έδινε χρόνο να ασχοληθεί με την συγγραφική της δραστηριότητα. Οι μελετητές της έχουν αναρωτηθεί σχετικά με το τι την οδήγησε στην οικειοθελή απομόνωση, και ενώ κάποιοι θεωρούν σαν πιθανή αιτία τη διάλυση ενός ακόμα μυστηριώδους δεσμού με τον William Smith Clark, έναν συνταγματάρχη ήρωα του εμφυλίου, η πραγματική αιτία παραμένει πάντα μυστήριο. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία άρχισε να ντύνεται στα λευκά, χωρίς πάλι να είναι ξεκάθαρη η αιτία της επιλογής αυτής. Ίσως να θρηνούσε, καθώς το λευκό ήταν το χρώμα του πένθους στην Ελισαβετιανή εποχή, ή φορούσε το λευκό ως νυφικό χρώμα, και με κάποιο τρόπο ανέμενε συνεχώς τον πρίγκιπά της, ή απλά το φορούσε γιατί αντιπροσωπεύει την παρθενία και την αγνότητα. Σε κάθε περίπτωση η στάση της αυτή προϊδεάζει στον χαρακτήρα της Β τύπου από μαμά η οποία είναι μοναχικά ρομαντική, καταθλιπτική και περιμένει πάντα έναν πρίγκιπα να έρθει να την πάρει με το άσπρο άλογο.
Η Ντίκινσον είχε μια τάση να καλλιεργεί ένα μυστήριο σχετικά με την προσωπικότητά της, και αυτό φαινόταν και στην αλληλογραφία της με τον Higginson μέχρι τον θάνατό της, αλλά η αδυναμία της να εκφράσει τις λογοτεχνικές της ανάγκες και επιθυμίες, καθώς και η αναποφασιστικότητά της με το συνεχές μπρος πίσω σαν το εκκρεμές, άφηναν πάντα τον Higginson σαστισμένο και έτσι δεν την πίεσε ποτέ να δημοσιεύσει. Ένας σύγχρονος κριτικός έγραψε πρόσφατα ότι με πολλή ενθάρρυνση και σπρώξιμο, η Ντίκινσον ίσως και να είχε προβεί σε δημοσίευση του έργου της.
Σε ένα χαρακτηριστικό ποίημά της αναφέρει ότι αναγκάστηκε να βρίσκεται σε μια κατάσταση υποταγής από την οποία δε μπορούσε να ξεφύγει, καθώς περιέγραφε το περιβάλλον γύρω της τρομακτικό και το σπίτι της το μόνο ασφαλές μέρος. Σε άλλο ποίημά της γράφει: <<Το Σπίτι είναι Ιερό πράγμα>>. Ο φόβος της Ντίκινσον αλλοίωνε την αντίληψή της για το περιβάλλον και φαινόταν ότι η φαντασία της ήταν ο χειρότερος εχθρός της, αφού το μυαλό της διαστρέβλωνε απλές εικόνες σε απειλητικές και τρομακτικές. Ένιωθε λοιπόν ηττημένη και ξεπεσμένη, αφού ήταν, όπως λέει η ίδια, <<πολύ εξαντλημένη για να προβάλει άλλη αντίσταση>>. Έτσι, ο μόνος σκοπός της ζωής της Ντίκινσον η οποία κλεινόταν πλέον στο δωμάτιό της ήταν η καλλιέργεια του μυαλού της, η σκέψη και ο βαθύς στοχασμός, η ανάλυση, η σκέψη και η συνακόλουθη αμφισβήτηση των πάντων.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Έμιλυ ήταν πιο πολύ γνωστή για την κηπουρική της παρά για την ποίηση. Ασχολήθηκε με την βοτανολογία και με την περιποίηση του κήπου του σπιτιού της από εννέα χρονών. Είχε έναν κήπο τον οποίο θαύμαζε όλη η περιοχή, και στον οποίο η Έμιλυ ένιωθε ότι ανήκει. Χαρακτηριστικά, σε κάποιο γράμμα της αναφέρει: <<Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως είμαι η Εύα, η σύζυγος του Αδάμ>>. Της άρεσε επίσης να συλλέγει φυτά και έφτιαξε ένα ανθολόγιο με 424 είδη λουλουδιών, με τις ετικέτες τους, τις επιστημονικές τους ονομασίες και την κατηγορία στην οποία ανήκουν, το οποίο τώρα βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Harvard. Το ανθολόγιο αυτό είναι ενδεικτικό της αγάπης της ποιήτριας για τη φύση, καθώς και της επιστημονικής ακρίβειας, της προσεκτικότητας και της παρατηρητικότητας που τη χαρακτήριζαν ως προσωπικότητα.
Το 1872 η Ντίκινσον γνώρισε τον Otis Phillips Lord, έναν ηλικιωμένο δικαστή που ήταν πιο κοντά στην ηλικία του πατέρα της παρά στη δική της. Ειδικά μετά το θάνατο της γυναίκας του δικαστή το 1877, η φιλία αυτή φαίνεται να εξελίχθηκε σε ένα ρομάντζο της ώριμης ηλικίας, έναν ακόμα πλατωνικό έρωτα της ποιήτριας, η οποία βρήκε στον Lord μια καλή ψυχή με κοινά λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Οι δυο τους αλληλογραφούσαν ευλαβικά κάθε Κυριακή και αυτό ήταν το γεγονός της εβδομάδας που τη γέμιζε χαρά.
Τον Ιούνιο του 1874, ο πατέρας της Ντίκινσον έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ενώ βρισκόταν σε ταξίδι στη Βοστώνη. Στη λιτή τελετή που έλαβε χώρα στο σπίτι της οικογένειας, η Ντίκινσον δεν παρευρέθηκε, αλλά παρακολούθησε τη νεκρώσιμο ακολουθία από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της. Δεν παρέστη ούτε στο μνημόσυνο. Το 1882 πέθανε ο καλός της φίλος Charles Wadsworth ενώ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα χάσει τη μητέρα της, τον αγαπημένο της φίλο δικαστή Lord και τον αγαπημένο της ανιψιό Gilbert που είχε σαν παιδί της. Με τον έναν θάνατο να ακολουθεί τον άλλο, η ευαίσθητη Ντίκινσον δε μπόρεσε να ανακάμψει ψυχολογικά.
Στις 14 Ιουνίου του 1884 λιποθύμησε μέσα στο σπίτι της. Συνέχισε να έχει τέτοια λιποθυμικά επεισόδια και στις 13 Μαΐου του 1886 έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε σε κώμα. Πέθανε δύο μέρες μετά. Η Ντίκινσον είχε αφήσει λεπτομερείς οδηγίες για την ταφή της. Τοποθετήθηκε σε ένα λευκό φέρετρο με λουλούδια φορώντας μια λευκή ρόμπα, και αφού την πέρασαν μέσα από τον κήπο του σπιτιού της και το διπλανό πάρκο, θάφτηκε ήσυχα και απλά όπως έζησε.
Μετά το θάνατό της βρήκαν στο δωμάτιο της 40 δεμένα τετράδια με ποιήματα. Όλοι ήξεραν ότι η Έμιλυ έγραφε αλλά κανείς δεν είχε φανταστεί ότι υπήρχε τόσο πολύ υλικό. Η μικρή αδελφή της Ντίκινσον της είχε υποσχεθεί μετά το θάνατό της να καταστρέψει την προσωπική της αλληλογραφία. Πράγματι, έκαψε το μεγαλύτερο μέρος της, αλλά σώθηκαν τα 1500 σχεδόν ποιήματα που ήταν κλειδωμένα σε ένα σεντούκι, για τα οποία η ποιήτρια δεν είχε αφήσει κάποια εντολή. Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων έγινε το 1890, και αν και ήταν πολύ επεξεργασμένα για να ταιριάζουν με τη σύνταξη και τον τονισμό των προτύπων της εποχής, απέσπασε θερμές κριτικές και έγινε μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Η πρώτη πλήρης τρίτομη έκδοση έγινε το 1955 από τον Thomas Johnson, ο οποίος θέλησε να παρουσιάσει το έργο της Ντίκινσον όπως ήταν ακριβώς, με τα ποιήματα άτιτλα, γεμάτα παύλες και σημεία στίξης, με μεγάλα κενά και με αρκετά γράμματα να είναι παράδοξα κεφαλαία.
Τα χειρόγραφα ποιήματά της που συχνά τα άφηνε ημιτελή, διακρίνονται από ένα παιχνιδιάρικο στιλ αφού θύμιζαν ζωγραφιές, ήταν γεμάτα πολλές παύλες, παράδοξη σύνταξη και ανορθόδοξη χρήση κεφαλαίων και πεζών με διάφορα τυπογραφικά σύμβολα, ασάφειες στο στιλ γραφής και στη χρήση του μέτρου, το οποίο άλλοτε ακολουθούσε κι άλλοτε όχι. Δεν ήταν ξεκάθαρη ως προς το νόημα των έργων της και γι΄αυτό συχνά τους έδινε διαφορετικές εκδοχές. Έτσι μπέρδευε και παραπλανούσε πολλούς που θεωρούσαν πως είχε ελλιπή μόρφωση. Αντιθέτως όμως αποδείχτηκε πως κάθε τι έχει αισθητική και καλλιτεχνική αξία και πως και η παραμικρή αλλαγή άλλαζε το νόημα όπως παρατηρούσε κι εκείνη, που υπήρξε μια ιδιαίτερη δημιουργός εξαιρετικά εκλεπτυσμένη και ραφιναρισμένη.
Πολύ έντονο είναι και το θρησκευτικό στοιχείο στα ποιήματά της, αφού συχνά αναφέρεται σε διδασκαλίες του Χριστού και πολλές φορές απευθύνεται σε Εκείνον. Κάποια άλλα ποιήματά της αφορούσαν το ανθρώπινο μυαλό, την <<άγνωστη ήπειρο>> όπως το αποκαλούσε η Ντίκινσον, που η ίδια έβλεπε σαν πραγματικό μέρος που μπορεί κανείς να επισκεφτεί, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της η ίδια ζούσε μέσα σε αυτό. Η απεικόνιση αυτής της <<ηπείρου>> συχνά είναι σκοτεινή και τρομακτική, με κάστρα ή φυλακές, δαιδαλώδεις διαδρόμους και πολλά δωμάτια μέσα στα οποία κανείς κατοικεί.
Άλλοτε πάλι μιλούσε για το φόβο και τη θνητότητα, ενώ τα ποιήματά της είναι γεμάτα ακραία συναισθήματα, αγάπη, φόβο, απελπισία, χαρά, αλλά και ειρωνεία, σαρκασμό και λογοπαίγνια. Μέσα από τα ποιήματά της βλέπουμε ένα πολύπλοκο και πολύπλευρο ψυχικό κόσμο, με έντονη εσωτερική συναισθηματική και εγκεφαλική δραστηριότητα, που έχει ως αποτέλεσμα έναν εξαιρετικά διυλισμένο λόγο.
Η Ντίκινσον λογοτεχνικά, ήταν πολύ ξεχωριστή για την εποχή της. Η ποίησή της δε μπορούσε να ταιριάξει μέσα στις νόρμες του δέκατου ένατου αιώνα και πολλοί κριτικοί της εποχής δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις στιλιστικές της ιδιαιτερότητες. Για το λόγο αυτό θεωρείται μια μοντέρνα ποιήτρια, και αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη γυναίκα ποιήτρια της αγγλικής γλώσσας. Τα ποιήματα της διδάσκονται στα αμερικάνικα σχολεία, ενώ αρκετά από αυτά τα σχολεία φέρουν το όνομά της. Το ίδιο συμβαίνει και με κάποια περιοδικά λογοτεχνίας. Επίσης, ένα θεατρικό έργο γράφτηκε γι αυτήν, το οποίο αργότερα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση, ενώ το 2003 ιδρύθηκε το Mουσείο της Emily Dickinson.
Σημαδεμένη από τον θάνατο των γύρω της, μοναχική και καταθλιπτική, εσωστρεφής, εκκεντρική και περίεργη, η Ντίκινσον θα παραμείνει ένα αίνιγμα, η μόνη πηγή γνώσης μας είναι τα ίδια τα ποιήματα και οι επιστολές της. Όπως αίνιγμα θα παραμείνει και το κατά πόσο την γνώρισαν οι γύρω της, η οικογένεια και οι λιγοστοί της φίλοι. Τυλιγμένη στο μύθο της Κυρίας με τα Λευκά, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο δωμάτιό της και ταξίδεψε με το σώμα της μακριά απ αυτό ελάχιστες φορές.
Η Ντίκινσον ως Β Τύπου από μητέρα, ήξερε να συμβουλεύει για τα πάντα για τα οποία ωστόσο είχε μόνο θεωρητική άποψη καθώς ποτέ δεν βγήκε στην ζωή για να τα ζήσει. Έτσι μέσα από τα γραπτά της μας προτρέπει να απολαύσουμε τη ζωή και την ανθρώπινή μας υπόσταση, να μη ζούμε ελπίζοντας για μια μελλοντική παραδείσια ζωή, αφού ο παράδεισος είναι εδώ στη Γη. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γυναίκας Β Τύπου, η οποία συμβουλεύει τους άλλους πως να ζήσουν γιατί έχει πλήρη γνώση του τι έχασε, τι δεν έζησε η ίδια. Μια κεντρική ηρωίδα των ποιημάτων της Ντίκινσον, η Aurora Leigh, φαίνεται ότι αντιπροσωπεύει την ίδια την ποιήτρια. Η Ντίκινσον ζούσε μόνο μέσα από τις περιπέτειες της ηρωίδας της, η οποία τελικά επιτυγχάνει την ποιητική και προσωπική της ελευθερία, αυτό που φαίνεται ότι ποθούσε πάντα η ποιήτρια. Όμως όλα τα έζησε στην φαντασία της, τίποτε στην πραγματικότητα, καθώς φοβόταν να τολμήσει να κάνει το παραμικρό βήμα στην ζωή της. Αυτό το γεγονός αποτυπώνεται ακριβώς με τη φράση της: <<Ίσως είναι πιο εύκολο να αποτύχεις, κι ας βλέπεις τον στόχο σου κοντά, παρά να κερδίσεις.>>
Πηγή:
Γιώργος Πασχαλίδης (2017). ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΓΟΝΙΔΙΑΚΩΝ ΤΥΠΩΝ ΤΟΜΟΣ 1
Tri – Anthropo – Type Paschalidis