Πραγματοποίησε εννέα ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα, ενώ το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη παρουσίασε αναδρομικά το έργο του. Ανάμεσα στις συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις και διεθνείς διοργανώσεις συγκαταλέγονται οι: Πανελλήνιες (1940, 1948, 1952), Biennale Βενετίας (1958, συμμετείχε μαζί με τον Γ. Τσαρούχη), Ευρωπάλια (Βρυξέλλες, 1982) κ.ά. Συνεργάστηκε ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου (1951-66), με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Ασχολήθηκε με τη διακόσμηση κτιρίων (ξενοδοχεία Χίλτον Αθηνών, Ξενία Φλώρινας, Mont Parnes Πάρνηθας, Σταθμό Μετρό στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ.λπ.), σε ορισμένες περιπτώσεις συνεργαζόμενος με την κεραμίστρια Ε. Βερναρδάκη (περίπτερο Διόνυσος στου Φιλοπάππου, νέο δημαρχιακό μέγαρο Αθηνών κ.ά.) και εικονογράφησε βιβλία των Ελύτη, Σεφέρη και Φραντζισκάκη. Ο καλλιτέχνης τιμήθηκε με το Παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα (1965), το Αριστείο των Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών (1979) και το Χρυσό Μετάλλιο για την ταπισερί στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας του Μονάχου (1973).
Η ανθρώπινη, και ειδικά η γυναικεία μορφή, αποτελεί το κύριο θέμα του έργου του. Το ακαδημαϊκό ύφος των αρχών της πορείας του, αντικατέστησαν, στη δεκαετία του ’50, περισσότερο αφαιρετικές διατυπώσεις. Επιδιώκοντας, σύμφωνα με την ουσία του πνεύματος της κλασικής αρχαιότητας, την αρμονία και την ισορροπία της σύνθεσης, ο καλλιτέχνης επέλεξε τη γεωμετρία ως το ιδανικό μέσο απόδοσης του χώρου και των μορφών. Ο ρυθμός, η τάξη, η αποφυγή λεπτομερειών και περιγραφών και τα λιτά χρώματα που επιβλήθηκαν σταδιακά, μέσα από μια οργανική εξέλιξη, υπογραμμίζουν μια αρχαϊκή αίσθηση μεγαλοπρέπειας και πληρότητας.